εγκοτος

εγκοτος
    ἔγκοτος
    ἔγ-κοτος
    I
    2
    негодующий, рассерженный
    

(μητρὸς κύνες = Ἐρινύες Aesch.; φθόνος Anth.)

    II
    ὅ гнев
    

(ἔγκοτον ἔχειν τινί τινος или διά τι Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εγκοτος" в других словарях:

  • έγκοτος — ἔγκοτος, ον (Α) 1. οργισμένος, θυμωμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγκοτος οργή, μίσος …   Dictionary of Greek

  • ἔγκοτος — bearing a grudge masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκότως — ἔγκοτος bearing a grudge adverbial ἔγκοτος bearing a grudge masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκοτον — ἔγκοτος bearing a grudge masc/fem acc sg ἔγκοτος bearing a grudge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκότους — ἔγκοτος bearing a grudge masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκότῳ — ἔγκοτος bearing a grudge masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκοτοι — ἔγκοτος bearing a grudge masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»